τέρπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τέρπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέρπω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈteɾ.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέρ‐πω
Ρήμα
τέρπω, πρτ.: έτερπα, αόρ.: έτερψα, παθ.φωνή: τέρπομαι (ελλειπτικό ρήμα)
- διασκεδάζω, ευχαριστώ (κυρίως αισθητικά)
Συγγενικά
- τέρψη & συγγενικά
- τερπνός
- τερπνότητα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τέρπω | έτερπα | θα τέρπω | να τέρπω | τέρποντας | |
| β' ενικ. | τέρπεις | έτερπες | θα τέρπεις | να τέρπεις | τέρπε | |
| γ' ενικ. | τέρπει | έτερπε | θα τέρπει | να τέρπει | ||
| α' πληθ. | τέρπουμε | τέρπαμε | θα τέρπουμε | να τέρπουμε | ||
| β' πληθ. | τέρπετε | τέρπατε | θα τέρπετε | να τέρπετε | τέρπετε | |
| γ' πληθ. | τέρπουν(ε) | έτερπαν τέρπαν(ε) |
θα τέρπουν(ε) | να τέρπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έτερψα | θα τέρψω | να τέρψω | τέρψει | ||
| β' ενικ. | έτερψες | θα τέρψεις | να τέρψεις | τέρψε | ||
| γ' ενικ. | έτερψε | θα τέρψει | να τέρψει | |||
| α' πληθ. | τέρψαμε | θα τέρψουμε | να τέρψουμε | |||
| β' πληθ. | τέρψατε | θα τέρψετε | να τέρψετε | τέρψτε | ||
| γ' πληθ. | έτερψαν τέρψαν(ε) |
θα τέρψουν(ε) | να τέρψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τέρψει | είχα τέρψει | θα έχω τέρψει | να έχω τέρψει | ||
| β' ενικ. | έχεις τέρψει | είχες τέρψει | θα έχεις τέρψει | να έχεις τέρψει | ||
| γ' ενικ. | έχει τέρψει | είχε τέρψει | θα έχει τέρψει | να έχει τέρψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τέρψει | είχαμε τέρψει | θα έχουμε τέρψει | να έχουμε τέρψει | ||
| β' πληθ. | έχετε τέρψει | είχατε τέρψει | θα έχετε τέρψει | να έχετε τέρψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τέρψει | είχαν τέρψει | θα έχουν τέρψει | να έχουν τέρψει |
| |
Παθητική φωνή: μόνο στον ενεστώτα τέρπομαι
Μεταφράσεις
τέρπω
|
|
Πηγές
- τέρπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τέρπω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- τέρπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέρπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.