ἐπιτέμνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐπιτέμνω   ἐπιτέμνομαι 
Παρατατικός  ἐπέτεμνον   ἐπετεμνόμην 
Μέλλοντας  ἐπιτεμῶ   ἐπιτεμοῦμαι & ἐπιτμηθήσομαι 
Αόριστος  ἐπέτεμον & ἐπέταμον   ἐπετεμόμην & ἐπετμήθην 
Παρακείμενος  ἐπιτέτμηκα   ἐπιτέτμημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπετετμήκειν   ἐπετετμήμην 
Συντελ.Μέλλ.  ἐπιτετμηκώς ἔσομαι   ἐπιτετμήσομαι 

Ετυμολογία

ἐπιτέμνω < ἐπι- + τέμνω

Ρήμα

ἐπιτέμνω (και ιωνικός τύπος ἐπιτάμνω)

  1. κόβω
  2. χαράζω
  3. τραυματίζω
  4. συντομεύω
  5. αναφέρω περιληπτικά

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.