θυσιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θυσιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θυσιάζω [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυσιάζω

Ρήμα

θυσιάζω, αόρ.: θυσίασα, παθ.φωνή: θυσιάζομαι, π.αόρ.: θυσιάστηκα, μτχ.π.π.: θυσιασμένος

  1. προσφέρω κάτι σε μία θεότητα, κάνω θυσία
  2. παραιτούμαι από την απόλαυση υλικού ή πνευματικού αγαθού που έχει αξία για μένα για χάρη άλλου ή για ανώτερο σκοπό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. θυσιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.