προτέμνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προτέμνω < προ- + τέμνω

Ρήμα

προτέμνω - μεσοπαθητική φωνή: προτέμνομαι

  1. περικόπτω εκ των προτέρων
  2. αποκόπτω
  3. (ελληνιστική σημασία , για αμπέλι) κλαδεύω
  4. (στη μέση φωνή προτέμνομαι)
    1. κόβω μπροστά σε (κάποιον)
       δείτε παράθεμα στον επικό τύπο προταμοίμην
    2. θερίζω εκ των προτέρων
       δείτε παράθεμα στο απαρέμφατο μέσου αορίστου προταμέσθαι

Παράγωγα

  • προταμών (μετοχή αορίστου)
  • ρηματικοί τύποι που μαρτυρούνται:  δείτε τις λέξεις προταμέσθαι και προταμοίμην

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.