θερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θερίζω < αρχαία ελληνική θερίζω < θέρος < πρωτοελληνική *tʰéros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) < *gʷʰer- (ζεστός)
Ρήμα
θερίζω (παθητική φωνή: θερίζομαι)
- κόβω τα στάχυα ή χόρτα με δρεπάνι ή μηχανή
- τον Ιούλιο θερίζουν τα σπαρμένα
- (μεταφορικά) αποκτώ εμπειρίες, απολαμβάνω τα θετικά αποτελέσματα των ενεργειών μου
- σκοτώνω πολλούς ανθρώπους μαζί, αφανίζω
- ο μεθυσμένος οδηγός θέρισε τους πεζούς
- προκαλώ ένα ισχυρό σωματικό πόνο
- με θερίζει το στομάχι μου
- (ειδικότερα) προκαλώ διάρροια
- τον θέρισε το φαγητό της καντίνας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θερίζω | θέριζα | θα θερίζω | να θερίζω | θερίζοντας | |
| β' ενικ. | θερίζεις | θέριζες | θα θερίζεις | να θερίζεις | θέριζε | |
| γ' ενικ. | θερίζει | θέριζε | θα θερίζει | να θερίζει | ||
| α' πληθ. | θερίζουμε | θερίζαμε | θα θερίζουμε | να θερίζουμε | ||
| β' πληθ. | θερίζετε | θερίζατε | θα θερίζετε | να θερίζετε | θερίζετε | |
| γ' πληθ. | θερίζουν(ε) | θέριζαν θερίζαν(ε) |
θα θερίζουν(ε) | να θερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θέρισα | θα θερίσω | να θερίσω | θερίσει | ||
| β' ενικ. | θέρισες | θα θερίσεις | να θερίσεις | θέρισε | ||
| γ' ενικ. | θέρισε | θα θερίσει | να θερίσει | |||
| α' πληθ. | θερίσαμε | θα θερίσουμε | να θερίσουμε | |||
| β' πληθ. | θερίσατε | θα θερίσετε | να θερίσετε | θερίστε | ||
| γ' πληθ. | θέρισαν θερίσαν(ε) |
θα θερίσουν(ε) | να θερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θερίσει | είχα θερίσει | θα έχω θερίσει | να έχω θερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θερίσει | είχες θερίσει | θα έχεις θερίσει | να έχεις θερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θερίσει | είχε θερίσει | θα έχει θερίσει | να έχει θερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θερίσει | είχαμε θερίσει | θα έχουμε θερίσει | να έχουμε θερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θερίσει | είχατε θερίσει | θα έχετε θερίσει | να έχετε θερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θερίσει | είχαν θερίσει | θα έχουν θερίσει | να έχουν θερίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.