ἀνταλλάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀνταλλάσσω < ἀντ- + ἀλλάσσω
Ρήμα
ἀνταλλάσσω
- ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
- (στο Θουκυδίδη) αλλάζω τη σημασία των ονομάτων
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.4
- καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει.
- Και κατήντησαν να μεταβάλουν αυθαιρέτως την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, διά των οποίων δηλούνται τα πράγματα.
- Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος @greek-language.gr
- καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.4
- δίνω ή λαμβάνω κάτι ως αντάλλαγμα
- (μέση φωνή) παίρνω για αντάλλαγμα κάτι άλλο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1088 (1087-1089)
- ἐγὼ δ᾽ ἐς οἴκους βᾶσα βοστρύχους τεμῶ | πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι | παρῆιδί τ᾽ ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ †χροός†.
- Εγώ θα πάω μέσα, τα μαλλιά μου | θα κόψω, αντί λευκά θα βάλω μαύρα, | το πρόσωπό μου άγρια θα ματώσω.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1088 (1087-1089)
- ἀνταλλάττω
Παράγωγα
- ἀνταλλαγή
- ἀντάλλαγμα
- ἀντάλλαγος
- ἀνταλλακτέον
- ἀνταλλακτέος
- ἀνταλλάκτης
- ἀντάλλακτος
- ἀνταλλάξ
Πηγές
- ἀνταλλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνταλλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.