διατέμνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διατέμνω < διά + τέμνω

Ρήμα

διατέμνω

  1. διαχωρίζω, χωρίζω στη μέση
  2. κόβω κάτι στα δύο
  3. διασχίζω, διαπερνώ μια περιοχή
  4. φέρω την διατέμνουσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.