διατέμνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
διατέμνω
- διαχωρίζω, χωρίζω στη μέση
- κόβω κάτι στα δύο
- διασχίζω, διαπερνώ μια περιοχή
- φέρω την διατέμνουσα
Μεταφράσεις
διατέμνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.