ἀποτέμνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποτέμνω < ἀπό + τέμνω

Ρήμα

ἀποτέμνω

  1. αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω
  2. διαχωρίζω, διαμερίζω με γεωγραφική σημασία
  3. αποχωρίζω για να οικειοποιηθώ, απάγω, κλέβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.