τάσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τᾰσῐ-, τᾰσε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | τάσῐς | αἱ | τάσεις | |
| γενική | τῆς | τάσεως | τῶν | τάσεων | |
| δοτική | τῇ | τάσει | ταῖς | τάσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | τάσῐν | τὰς | τάσεις | |
| κλητική ὦ! | τάσῐ | τάσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τασέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- τάσις < τα- (μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος στο ρήμα τείνω) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: τάση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τείνω
Πηγές
- τάσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τάση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.