ροπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ροπή | οι | ροπές |
| γενική | της | ροπής | των | ροπών |
| αιτιατική | τη | ροπή | τις | ροπές |
| κλητική | ροπή | ροπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ροπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοπή < ῥέπω
Ουσιαστικό
ροπή θηλυκό
- η προς τα κάτω κλίση, κατωφέρεια
- (μηχανική) η συνέπεια εφαρμογής μιας δύναμης σε σώμα που μπορεί να περιστραφεί
- (μεταφορικά) η τάση προς κάτι
- ↪ έχει μια ροπή προς τις καταχρήσεις
-
ροπή στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.