τάσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τάσι τα τάσια
      γενική του τασιού των τασιών
    αιτιατική το τάσι τα τάσια
     κλητική τάσι τάσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tas < αραβική طاس (tās) < περσική طاس (tās: γαβάθα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τάσι
ομόηχα: τάση, Τάση

Ουσιαστικό

τάσι ουδέτερο

  1. είδος κύπελλου με πλατύ στόμιο
  2. οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα (στρόγγυλο και πλατύ)
  3. κάλυμμα ρόδας αυτοκινήτου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.