τάσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τάσι | τα | τάσια |
| γενική | του | τασιού | των | τασιών |
| αιτιατική | το | τάσι | τα | τάσια |
| κλητική | τάσι | τάσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐σι
- ομόηχα: τάση, Τάση
Ουσιαστικό
τάσι ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τάσι
|
3 - enjoliveur (fr) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.