θερμοπυρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμοπυρηνικός | η | θερμοπυρηνική | το | θερμοπυρηνικό |
| γενική | του | θερμοπυρηνικού | της | θερμοπυρηνικής | του | θερμοπυρηνικού |
| αιτιατική | τον | θερμοπυρηνικό | τη | θερμοπυρηνική | το | θερμοπυρηνικό |
| κλητική | θερμοπυρηνικέ | θερμοπυρηνική | θερμοπυρηνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμοπυρηνικοί | οι | θερμοπυρηνικές | τα | θερμοπυρηνικά |
| γενική | των | θερμοπυρηνικών | των | θερμοπυρηνικών | των | θερμοπυρηνικών |
| αιτιατική | τους | θερμοπυρηνικούς | τις | θερμοπυρηνικές | τα | θερμοπυρηνικά |
| κλητική | θερμοπυρηνικοί | θερμοπυρηνικές | θερμοπυρηνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θερμοπυρηνικός < θερμός + πυρηνικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermonuclear)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.pi.ɾi.niˈkos/
Επίθετο
θερμοπυρηνικός
Μεταφράσεις
θερμοπυρηνικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.