δεσμοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δεσμοφύλακας | οι | δεσμοφύλακες |
| γενική | του του/της |
δεσμοφύλακα δεσμοφύλακος |
των | δεσμοφυλάκων |
| αιτιατική | τον/τη | δεσμοφύλακα | τους/τις | δεσμοφύλακες |
| κλητική | δεσμοφύλακα | δεσμοφύλακες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεσμοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεσμοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δεσμ(ά) + -ο- + -φύλακας
Αναφορές
- δεσμοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.