δεσμοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δεσμοφύλακας οι δεσμοφύλακες
      γενική του
του/της
δεσμοφύλακα
δεσμοφύλακος
των δεσμοφυλάκων
    αιτιατική τον/τη δεσμοφύλακα τους/τις δεσμοφύλακες
     κλητική δεσμοφύλακα δεσμοφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεσμοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεσμοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δεσμ(ά) + -ο- + -φύλακας

Ουσιαστικό

δεσμοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.