συγχωρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συγχωρέω < σύν + χωρέω

Ρήμα

συγχωρέω

  1. υποχωρώ για να χωρέσουμε, συμφωνώ, παραδέχομαι, παραχωρώ, συναινώ
  2. απρόσωπο συγχωρεί : είναι συμπεφωνημένο, έχει συμφωνηθεί, είναι δυνατόν

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.