συχωρεμένη
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
συχωρεμένη και συγχωρημένη (και λαϊκά σχωρεμένη)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συχωρεμένος
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.