σχωρεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχωρεμένος η σχωρεμένη το σχωρεμένο
      γενική του σχωρεμένου της σχωρεμένης του σχωρεμένου
    αιτιατική τον σχωρεμένο τη σχωρεμένη το σχωρεμένο
     κλητική σχωρεμένε σχωρεμένη σχωρεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχωρεμένοι οι σχωρεμένες τα σχωρεμένα
      γενική των σχωρεμένων των σχωρεμένων των σχωρεμένων
    αιτιατική τους σχωρεμένους τις σχωρεμένες τα σχωρεμένα
     κλητική σχωρεμένοι σχωρεμένες σχωρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /sxo.ɾeˈme.nos/

Μετοχή

σχωρεμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.