συστατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συστατικός | η | συστατική | το | συστατικό |
| γενική | του | συστατικού | της | συστατικής | του | συστατικού |
| αιτιατική | τον | συστατικό | τη | συστατική | το | συστατικό |
| κλητική | συστατικέ | συστατική | συστατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συστατικοί | οι | συστατικές | τα | συστατικά |
| γενική | των | συστατικών | των | συστατικών | των | συστατικών |
| αιτιατική | τους | συστατικούς | τις | συστατικές | τα | συστατικά |
| κλητική | συστατικοί | συστατικές | συστατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συστατικός < αρχαία ελληνική συστατικός < συνίστημι < σύν + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)
Επίθετο
συστατικός συστατική, συστατικό
- για κάτι που αποτελεί τμήμα ενός ενιαίου συνόλου
- το διάγραμμα δείχνει τα συστατικά στοιχεία ενός υπολογιστή
- που αναφέρει το χαρακτήρα ή τις επαγγελματικές ή άλλες ικανότητες ενός υποψηφίου για μια θέση (εργασίας, σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, κλπ)
- το πανεπιστήμιο απαιτεί τρεις συστατικές επιστολές μαζί με την αίτησή σας
- (ουσιαστικοποιημένο) συστατικό
Μεταφράσεις
συστατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.