υποψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποψήφιος | η | υποψήφια | το | υποψήφιο |
| γενική | του | υποψήφιου | της | υποψήφιας | του | υποψήφιου |
| αιτιατική | τον | υποψήφιο | την | υποψήφια | το | υποψήφιο |
| κλητική | υποψήφιε | υποψήφια | υποψήφιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποψήφιοι | οι | υποψήφιες | τα | υποψήφια |
| γενική | των | υποψήφιων | των | υποψήφιων | των | υποψήφιων |
| αιτιατική | τους | υποψήφιους | τις | υποψήφιες | τα | υποψήφια |
| κλητική | υποψήφιοι | υποψήφιες | υποψήφια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποψήφιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποψήφιος → δείτε τις αρχαίες λέξεις ὑπό , ψῆφος
- για τους υποψήφιους σε διαγωνισμό < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική candidat
- για τη σημασία «που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο» < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική aspirant
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό υποψήφιος, θηλυκό υποψήφια.
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈpsi.fi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐ψή‐φι‐ος
Επίθετο
υποψήφιος, -α, -ο
- που επιδιώκει ένα αξίωμα ή τίτλο, κατόπιν ψηφοφορίας
- ↪ υποψήφιος βουλευτής
- (κατ’ επέκταση) που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο για κάτι που φιλοδοξεί να γίνει, που αποσκοπεί ή πρόκειται να γίνει ή να κάνει κάτι
- ↪ υποψήφιος ενοικιαστής
- ↪ Τον θεωρώ σοβαρό υποψήφιο για σπουδαία εξέλιξη.
- (ειδικότερα) που συμμετέχει σε κάποιο διαγωνισμό αποσκοπώντας να καταλάβει κάποια θέση
- ↪ οι υποψήφιοι φιλόλογοι
Συγγενικά
- συνυποψήφιος
- συνυποψηφιότητα
- υποψηφιότητα
- → και δείτε στη λέξη: ψήφος
Μεταφράσεις
Πηγές
- υποψήφιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υποψήφιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.