αποσυσκευασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσυσκευασία οι αποσυσκευασίες
      γενική της αποσυσκευασίας των αποσυσκευασιών
    αιτιατική την αποσυσκευασία τις αποσυσκευασίες
     κλητική αποσυσκευασία αποσυσκευασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσυσκευασία < από- + συσκευασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unboxing)

Ουσιαστικό

αποσυσκευασία θηλυκό

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.