συσκευασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συσκευασία | οι | συσκευασίες |
| γενική | της | συσκευασίας | των | συσκευασιών |
| αιτιατική | τη | συσκευασία | τις | συσκευασίες |
| κλητική | συσκευασία | συσκευασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συσκευασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συσκευασία θηλυκό
- η ενέργεια του συσκευάζω
- οποιοδήποτε ασφαλές περιτύλιγμα, ιδίως αυτό μέσα στο οποίο τοποθετούνται τυποποιημένα εμπορικά προϊόντα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
συσκευασία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.