συσκευασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκευασία οι συσκευασίες
      γενική της συσκευασίας των συσκευασιών
    αιτιατική τη συσκευασία τις συσκευασίες
     κλητική συσκευασία συσκευασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευασία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συσκευασία θηλυκό

  1. η ενέργεια του συσκευάζω
     αντώνυμα: αποσυσκευασία
  2. οποιοδήποτε ασφαλές περιτύλιγμα, ιδίως αυτό μέσα στο οποίο τοποθετούνται τυποποιημένα εμπορικά προϊόντα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.