συσκευαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συσκευαστής οι συσκευαστές
      γενική του συσκευαστή των συσκευαστών
    αιτιατική τον συσκευαστή τους συσκευαστές
     κλητική συσκευαστή συσκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευαστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συσκευαστής αρσενικό (θηλυκό συσκευάστρια)

  • (επάγγελμα) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.