πακετάρω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πακετάρω
<
πακέτ(ο)
+
-άρω
Προφορά
ΔΦΑ
: /
pa.ceˈta.ɾo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
πα
‐
κε
‐
τά
‐
ρω
Ρήμα
πακετάρω
τοποθετώ
αντικείμενα σε ένα κουτί ή τα τυλίγω με χαρτί, ώστε να πάρουν τη μορφή
πακέτου
πριν τη μεταφορά τους
≈
συνώνυμα
:
αμπαλάρω
,
συσκευάζω
Μεταφράσεις
δείτε και
αμπαλάρω
αγγλικά
:
pack
(en)
γαλλικά
:
empaqueter
(fr)
,
emballer
(fr)
ρουμανικά
:
ambala
(ro)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.