σύντμηση

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Να γίνουν λήμματα για τα είδη, με τα παραδείγματά τους, και να συμπληρωθεί το Παράρτημα Γραμματικής με την παράγραφο των εξηγήσεων. sarri.greek (συζήτηση) 20:38, 7 Νοεμβρίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύντμηση οι συντμήσεις
      γενική της σύντμησης των συντμήσεων
    αιτιατική τη σύντμηση τις συντμήσεις
     κλητική σύντμηση συντμήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύντμηση < αρχαία ελληνικήσύντμησις < συν + τμήσις < τέμνω (= κόβω)

Ουσιαστικό

σύντμηση θηλυκό

  1. η συντόμευση (σε χρόνο, σε έκταση, ...)
  2. (Γραμματική, Ορολογία) η συντόμευση λέξης με παράλειψη τμήματός της


Είδη σύντμησης - Παραδείγματα
Όταν παραλείπεται το αρχικό (πρόσθιο) τμήμα της λέξης έχουμε πρότμηση, π.χ. σοδειά (= εσοδεία). Όταν παραλείπεται το τελικό (οπίσθιο) τμήμα της λέξης έχουμε απότμηση ή αποκοπή, π.χ. προκάτ (= προκατασκευασμένος). Όταν παραλείπεται το μεσαίο τμήμα της λέξης έχουμε συγκοπή, π.χ. πέρσι (= πέρυσι). Όταν παραλείπονται τόσο το αρχικό όσο και το τελικό τμήμα της λέξης έχουμε αμφίτμηση, π.χ. κατοστάρι (= εκατοστάρικο).


Σημείωση: Μια λέξη ή ένας μονολεκτικός όρος ή ένα μονολεκτικό όνομα που έχει υποστεί σύντμηση λέγεται, αντίστοιχα, συντετμημένη λέξη ή συντετμημένος όρος ή συντετμημένο όνομα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.