σύντμηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύντμηση | οι | συντμήσεις |
| γενική | της | σύντμησης | των | συντμήσεων |
| αιτιατική | τη | σύντμηση | τις | συντμήσεις |
| κλητική | σύντμηση | συντμήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύντμηση < αρχαία ελληνικήσύντμησις < συν + τμήσις < τέμνω (= κόβω)
Ουσιαστικό
σύντμηση θηλυκό
- η συντόμευση (σε χρόνο, σε έκταση, ...)
- (Γραμματική, Ορολογία) η συντόμευση λέξης με παράλειψη τμήματός της
- Είδη σύντμησης - Παραδείγματα
- Όταν παραλείπεται το αρχικό (πρόσθιο) τμήμα της λέξης έχουμε πρότμηση, π.χ. σοδειά (= εσοδεία). Όταν παραλείπεται το τελικό (οπίσθιο) τμήμα της λέξης έχουμε απότμηση ή αποκοπή, π.χ. προκάτ (= προκατασκευασμένος). Όταν παραλείπεται το μεσαίο τμήμα της λέξης έχουμε συγκοπή, π.χ. πέρσι (= πέρυσι). Όταν παραλείπονται τόσο το αρχικό όσο και το τελικό τμήμα της λέξης έχουμε αμφίτμηση, π.χ. κατοστάρι (= εκατοστάρικο).
Μεταφράσεις
σύντμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.