σιδηρόστοκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σιδηρόστοκος | οι | σιδηρόστοκοι |
| γενική | του | σιδηρόστοκου | των | σιδηρόστοκων |
| αιτιατική | τον | σιδηρόστοκο | τους | σιδηρόστοκους |
| κλητική | σιδηρόστοκε | σιδηρόστοκοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδηρόστοκος < σιδηρό- + στόκος
Ουσιαστικό
σιδηρόστοκος αρσενικό
- στόκος που χρησιμοποιείται σε στοκάρισμα, (γέμισμα), μεταλλικών επιφανειών
- ο σιδηρόστοκος είναι συνηθέστερα πολυεστερικός, δύο συστατικών, που αναμιγνύονται πριν τη χρήση
Μεταφράσεις
σιδηρόστοκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.