στοκάρω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /stoˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐κά‐ρω
Ετυμολογία 1
- στοκάρω < στοκ + -άρω < αγγλική stock [1] < αγγλοσαξονική stocc < πρωτογερμανική *stukkaz (κορμός δέντρου)
Αντώνυμα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
δημιουργώ απόθεμα
|
|
Ρήμα 2
στοκάρω, αόρ.: στόκαρα/στοκάρισα, παθ.φωνή: στοκάρομαι, π.αόρ.: στοκαρίστηκα, μτχ.π.π.: στοκαρισμένος
- περνάω με στόκο μια ξύλινη (ή άλλη επιφάνεια) κλείνοντας τους πόρους και καλύπτοντας ατέλειες και ανωμαλίες
Συγγενικά
- στοκάρισμα
- → και δείτε τη λέξη στόκος
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
περνάω επιφάνεια με στόκο
|
|
Ετυμολογία 3
- στοκάρω < στοκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική stalk
Ρήμα 3
στοκάρω, αόρ.: στόκαρα/στοκάρισα, παθ.φωνή: στοκάρομαι, π.αόρ.: στοκαρίστηκα, μτχ.π.π.: στοκαρισμένος
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) άλλη μορφή του στολκάρω
Συγγενικά
- στολκάρισμα, σταλκάρισμα, στοκάρισμα
- στολκ, σταλκ, στοκ
- στόλκερ, στάλκερ, στόκερ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στοκάρω | στόκαρα | θα στοκάρω | να στοκάρω | στοκάροντας | |
| β' ενικ. | στοκάρεις | στόκαρες | θα στοκάρεις | να στοκάρεις | στόκαρε | |
| γ' ενικ. | στοκάρει | στόκαρε | θα στοκάρει | να στοκάρει | ||
| α' πληθ. | στοκάρουμε | στοκάραμε | θα στοκάρουμε | να στοκάρουμε | ||
| β' πληθ. | στοκάρετε | στοκάρατε | θα στοκάρετε | να στοκάρετε | στοκάρετε | |
| γ' πληθ. | στοκάρουν(ε) | στόκαραν στοκάραν(ε) |
θα στοκάρουν(ε) | να στοκάρουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στοκάρισα | θα στοκαρίσω | να στοκαρίσω | στοκαρίσει | ||
| β' ενικ. | στοκάρισες | θα στοκαρίσεις | να στοκαρίσεις | στοκάρισε | ||
| γ' ενικ. | στοκάρισε | θα στοκαρίσει | να στοκαρίσει | |||
| α' πληθ. | στοκαρίσαμε | θα στοκαρίσουμε | να στοκαρίσουμε | |||
| β' πληθ. | στοκαρίσατε | θα στοκαρίσετε | να στοκαρίσετε | στοκαρίστε | ||
| γ' πληθ. | στοκάρισαν στοκαρίσαν(ε) |
θα στοκαρίσουν(ε) | να στοκαρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στοκαρίσει | είχα στοκαρίσει | θα έχω στοκαρίσει | να έχω στοκαρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στοκαρίσει | είχες στοκαρίσει | θα έχεις στοκαρίσει | να έχεις στοκαρίσει | έχε στοκαρισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει στοκαρίσει | είχε στοκαρίσει | θα έχει στοκαρίσει | να έχει στοκαρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στοκαρίσει | είχαμε στοκαρίσει | θα έχουμε στοκαρίσει | να έχουμε στοκαρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στοκαρίσει | είχατε στοκαρίσει | θα έχετε στοκαρίσει | να έχετε στοκαρίσει | έχετε στοκαρισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν στοκαρίσει | είχαν στοκαρίσει | θα έχουν στοκαρίσει | να έχουν στοκαρίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στοκαρισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στοκαρισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στοκαρισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στοκαρισμένο | |||||
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- στοκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.