στοκαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στοκαδόρος | οι | στοκαδόροι |
| γενική | του | στοκαδόρου | των | στοκαδόρων |
| αιτιατική | τον | στοκαδόρο | τους | στοκαδόρους |
| κλητική | στοκαδόρε | στοκαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στοκαδόρος αρσενικό, πληθυντικός στοκαδόροι
- (επάγγελμα) τεχνίτης που γνωρίζει να στοκάρει επιφάνειες
- εργαλείο στοκαρίσματος επιφανειών
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
στοκαδόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.