στοκαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στοκαδόρος οι στοκαδόροι
      γενική του στοκαδόρου των στοκαδόρων
    αιτιατική τον στοκαδόρο τους στοκαδόρους
     κλητική στοκαδόρε στοκαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοκαδόρος < στοκάρω < στόκος + -αδόρος

Ουσιαστικό

στοκαδόρος αρσενικό, πληθυντικός στοκαδόροι

  1. (επάγγελμα) τεχνίτης που γνωρίζει να στοκάρει επιφάνειες
  2. εργαλείο στοκαρίσματος επιφανειών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.