στοκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοκαρισμένος | η | στοκαρισμένη | το | στοκαρισμένο |
| γενική | του | στοκαρισμένου | της | στοκαρισμένης | του | στοκαρισμένου |
| αιτιατική | τον | στοκαρισμένο | τη | στοκαρισμένη | το | στοκαρισμένο |
| κλητική | στοκαρισμένε | στοκαρισμένη | στοκαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοκαρισμένοι | οι | στοκαρισμένες | τα | στοκαρισμένα |
| γενική | των | στοκαρισμένων | των | στοκαρισμένων | των | στοκαρισμένων |
| αιτιατική | τους | στοκαρισμένους | τις | στοκαρισμένες | τα | στοκαρισμένα |
| κλητική | στοκαρισμένοι | στοκαρισμένες | στοκαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στοκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοκάρω
Μεταφράσεις
στοκαρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.