στροφίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στροφίδι τα στροφίδια
      γενική του στροφιδιού των στροφιδιών
    αιτιατική το στροφίδι τα στροφίδια
     κλητική στροφίδι στροφίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στροφίδι < στροφή + -ίδι

Ουσιαστικό

στροφίδι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) στροφείο, μανιβέλα
  2. (λαϊκότροπο) μεντεσές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.