στραπατσαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στραπατσαρισμένος | η | στραπατσαρισμένη | το | στραπατσαρισμένο |
| γενική | του | στραπατσαρισμένου | της | στραπατσαρισμένης | του | στραπατσαρισμένου |
| αιτιατική | τον | στραπατσαρισμένο | τη | στραπατσαρισμένη | το | στραπατσαρισμένο |
| κλητική | στραπατσαρισμένε | στραπατσαρισμένη | στραπατσαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στραπατσαρισμένοι | οι | στραπατσαρισμένες | τα | στραπατσαρισμένα |
| γενική | των | στραπατσαρισμένων | των | στραπατσαρισμένων | των | στραπατσαρισμένων |
| αιτιατική | τους | στραπατσαρισμένους | τις | στραπατσαρισμένες | τα | στραπατσαρισμένα |
| κλητική | στραπατσαρισμένοι | στραπατσαρισμένες | στραπατσαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στραπατσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στραπατσάρω
Μετοχή
στραπατσαρισμένος, -η, -ο
- που έχει στραπατσαριστεί κυριολεκτικά από μία βίαιη άσκηση πίεσης
- *Το στραπατσαρισμένο ΙΧ μεταφέρθηκε στη μάντρα
- (μεταφορικά) που έχει καμφθεί το ηθικό του από μεγάλες αναποδιές, που έχει κακοπάθει, ταλαιπωρηθεί
- *Μάζεψε τον στραπατσαρισμένο εγωισμό του και έφυγε
- *...ντάλα μεσημέρι, βλέπεις ξάφνου να παρουσιάζονται στο δρόμο δυο-τρία ερημικά φανταράκια, στραπατσαρισμένα, κουτσαίνοντας, που τραβάνε κι αυτά πάνω. (Αγγ. Τερζάκη "Απρίλης")
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.