στραπατσάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στραπατσάρω < ιταλική strapazzare
Ρήμα
στραπατσάρω
- χαλάω ή καταστρέφω την όψη κάποιου αντικειμένου ή προσώπου
- (μεταφορικά) εξευτελίζω, μειώνω την αξιοπρέπεια ή το ηθικό κάποιου
Συγγενικά
- στραπατσάδα
- στραπάτσο
- στραπατσάρει
- στραπατσαρισμένος
- στραπατσάροντας
- στραπατσάρισμα
Έκφραση
- θα σου στραπατσάρω τη μάπα: θα σου σπάσω κόκκαλα στο πρόσωπο, θα σε δείρω βιαίως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.