στοχαστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοχαστική | ||
| γενική | της | στοχαστικής | ||
| αιτιατική | τη | στοχαστική | ||
| κλητική | στοχαστική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στοχαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στοχαστικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συνώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
στοχαστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στοχαστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.