αναλογίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναλογίζομαι < αρχαία ελληνική ἀναλογίζομαι

Ρήμα

αναλογίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. σκέφτομαι για κάτι σε βάθος εκτιμώντας συνήθως και επιπτώσεις
  2. επανεξετάζω, ξανασκέφτομαι κάτι, συχνά με δέος ή άγχος, λογαριάζω, υπολογίζω όλες τις παραμέτρους, συνυπολογίζω όλους τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν κάτι, σκέφτομαι σοβαρά κάτι
    Δεν παντρεύτηκε τελικά γιατί αναλογίστηκε τις ευθύνες
  3. ξαναθυμάμαι, αλλά συνήθως με κάποιο δέος και θαυμασμό, και όχι τόσο με τόση νοσταλγία, φέρνω στο νου μου
    Αναλογίζομαι καμιά φορά τα μικράτα μας στην κατοχή... Πώς τα έβγαλαν πέρα οι πατεράδες μας, οι μανάδες μας, εμείς; Τι εποχές κι αυτές...

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.