stochastic

Αγγλικά (en)

Επίθετο

stochastic (en)

  1. (μαθηματικά) που αφορά εξομοίωση θορυβικής διασποράς και όχι απόλυτη περιγραφή κατάστασης / συστήματος
  2. (μαθηματικά) στοχαστικός
  3. (φιλοσοφία) στοχαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.