stochastic

Αγγλικά (en)

Επίθετο
stochastic (en)
- (μαθηματικά) που αφορά εξομοίωση θορυβικής διασποράς και όχι απόλυτη περιγραφή κατάστασης / συστήματος
- (μαθηματικά) στοχαστικός
- (φιλοσοφία) στοχαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.