σκεπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκεπασμένος | η | σκεπασμένη | το | σκεπασμένο |
| γενική | του | σκεπασμένου | της | σκεπασμένης | του | σκεπασμένου |
| αιτιατική | τον | σκεπασμένο | τη | σκεπασμένη | το | σκεπασμένο |
| κλητική | σκεπασμένε | σκεπασμένη | σκεπασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκεπασμένοι | οι | σκεπασμένες | τα | σκεπασμένα |
| γενική | των | σκεπασμένων | των | σκεπασμένων | των | σκεπασμένων |
| αιτιατική | τους | σκεπασμένους | τις | σκεπασμένες | τα | σκεπασμένα |
| κλητική | σκεπασμένοι | σκεπασμένες | σκεπασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sce.paˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐πα‐σμέ‐νος
Μετοχή
σκεπασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκεπάζω
- ≠ αντώνυμα: ξεσκεπασμένος, ξεσκέπαστος
- → δείτε και τη λέξη σκεπαστός
Σύνθετα
- αχυροσκεπασμένος
- δεντροσκεπασμένος
- θαμνοσκεπασμένος
- καλοσκεπασμένος
- λινοσκεπασμένος
- μισοσκεπασμένος
- ξεσκεπασμένος
- συννεφοσκεπασμένος,συγνεφοσκεπασμένος
- χιονοσκεπασμένος
Πηγές
- λήγουν σε -σκεπασμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.