σκεπασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπασμένος η σκεπασμένη το σκεπασμένο
      γενική του σκεπασμένου της σκεπασμένης του σκεπασμένου
    αιτιατική τον σκεπασμένο τη σκεπασμένη το σκεπασμένο
     κλητική σκεπασμένε σκεπασμένη σκεπασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεπασμένοι οι σκεπασμένες τα σκεπασμένα
      γενική των σκεπασμένων των σκεπασμένων των σκεπασμένων
    αιτιατική τους σκεπασμένους τις σκεπασμένες τα σκεπασμένα
     κλητική σκεπασμένοι σκεπασμένες σκεπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /sce.paˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκεπασμένος

Μετοχή

σκεπασμένος, -η, -ο

Σύνθετα

  • αχυροσκεπασμένος
  • δεντροσκεπασμένος
  • θαμνοσκεπασμένος
  • καλοσκεπασμένος
  • λινοσκεπασμένος
  • μισοσκεπασμένος
  • ξεσκεπασμένος
  • συννεφοσκεπασμένος,συγνεφοσκεπασμένος
  • χιονοσκεπασμένος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.