συστεγασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συστεγασμένος | η | συστεγασμένη | το | συστεγασμένο |
| γενική | του | συστεγασμένου | της | συστεγασμένης | του | συστεγασμένου |
| αιτιατική | τον | συστεγασμένο | τη | συστεγασμένη | το | συστεγασμένο |
| κλητική | συστεγασμένε | συστεγασμένη | συστεγασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συστεγασμένοι | οι | συστεγασμένες | τα | συστεγασμένα |
| γενική | των | συστεγασμένων | των | συστεγασμένων | των | συστεγασμένων |
| αιτιατική | τους | συστεγασμένους | τις | συστεγασμένες | τα | συστεγασμένα |
| κλητική | συστεγασμένοι | συστεγασμένες | συστεγασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συστεγασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συστεγάζομαι
Μεταφράσεις
συστεγασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.