σταυρωτής

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.vɾoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταυρωτής

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυρωτής οι σταυρωτές
      γενική του σταυρωτή των σταυρωτών
    αιτιατική τον σταυρωτή τους σταυρωτές
     κλητική σταυρωτή σταυρωτές
λαϊκότροπος πληθυντικός & σταυρωτήδες
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σταυρωτής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σταυρωτής[1] [2] < αρχαία ελληνική σταυρόω < σταυρός

Ουσιαστικό

σταυρωτής αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που σταυρώνει
  2. (μεταφορικά, λαϊκότροπο) αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον
  3. (παρωχημένο, υβριστικό) αστυνομικός, χωροφύλακας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

σταυρωτής: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σταυρωτής

Αναφορές

  1. σταυρωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. σταυρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σταυρωτής οἱ σταυρωταί
      γενική τοῦ σταυρωτοῦ τῶν σταυρωτῶν
      δοτική τῷ σταυρωτ τοῖς σταυρωταῖς
    αιτιατική τὸν σταυρωτήν τοὺς σταυρωτᾱ́ς
     κλητική ! σταυρωτᾰ́ σταυρωταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταυρωτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σταυρωταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταυρωτής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σταυρόω / σταυρῶ + -τής < σταυρός

Ουσιαστικό

σταυρωτής, -οῦ αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.