σταυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σταυρώνω < σταυρός + -ώνω

Ρήμα

σταυρώνω, πρτ.: σταύρωνα, στ.μέλλ.: θα σταυρώσω, αόρ.: σταύρωσα, παθ.φωνή: σταυρώνομαι, μτχ.π.π.: σταυρωμένος

  1. δένω ή καρφώνω κάποιον πάνω σε σταυρό μέχρι να πεθάνει
  2. (μεταφορικά) βασανίζω κάποιον, τον κάνω να υποφέρει
    με σταύρωσε τόση ώρα με την πολυλογία του
  3. σχηματίζω το σημείο του σταυρού ως ευλογία και αποτρεπτικό του κακού
  4. τοποθετώ δύο αντικείμενα το ένα πάνω στο άλλο και χιαστί
    • (μεταφορικά) σταυρώνω τα χέρια: κρατάω παθητική στάση, μένω αδρανής και δεν παίρνω πρωτοβουλία ούτε αντιδρώ

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  σταυρός

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.