παρουσιάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρουσιάζομαι, πρτ.: π-αορ, στ.μέλλ.: θα παρουσιάστηκα, μτχ.π.π.: παρουσιασμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος παρουσιάζω
    1. σημασίες παθητικές
    2. προσέρχομαι σε δικαστήριο, στο στρατό ή αλλού, επειδή είμαι υποχρεωμένος να αναλάβω συγκεκριμένα καθήκοντα
      Το έμαθες; Ο Νίκος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως ένορκος.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.