σοβαροφανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοβαροφανής η σοβαροφανής το σοβαροφανές
      γενική του σοβαροφανούς* της σοβαροφανούς του σοβαροφανούς
    αιτιατική τον σοβαροφανή τη σοβαροφανή το σοβαροφανές
     κλητική σοβαροφανή(ς) σοβαροφανής σοβαροφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοβαροφανείς οι σοβαροφανείς τα σοβαροφανή
      γενική των σοβαροφανών των σοβαροφανών των σοβαροφανών
    αιτιατική τους σοβαροφανείς τις σοβαροφανείς τα σοβαροφανή
     κλητική σοβαροφανείς σοβαροφανείς σοβαροφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σοβαροφανής < σοβαρ(ός) + -ο- + -φανής

Επίθετο

σοβαροφανής

  • που φαίνεται ή θέλει να φαίνεται σαν σοβαρός ενώ δεν είναι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.