επιδεικτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδεικτικός η επιδεικτική το επιδεικτικό
      γενική του επιδεικτικού της επιδεικτικής του επιδεικτικού
    αιτιατική τον επιδεικτικό την επιδεικτική το επιδεικτικό
     κλητική επιδεικτικέ επιδεικτική επιδεικτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδεικτικοί οι επιδεικτικές τα επιδεικτικά
      γενική των επιδεικτικών των επιδεικτικών των επιδεικτικών
    αιτιατική τους επιδεικτικούς τις επιδεικτικές τα επιδεικτικά
     κλητική επιδεικτικοί επιδεικτικές επιδεικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιδεικτικός < αρχαία ελληνική ἐπιδεικτικός

Επίθετο

επιδεικτικός

  1. που γίνεται για επίδειξη
  2. που αρέσκεται να επιδεικνύεται

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.