φιγουρατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιγουρατζής | οι | φιγουρατζήδες |
| γενική | του | φιγουρατζή | των | φιγουρατζήδων |
| αιτιατική | τον | φιγουρατζή | τους | φιγουρατζήδες |
| κλητική | φιγουρατζή | φιγουρατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φιγουρατζής αρσενικό (θηλυκό: φιγουρατζού)
- που του αρέσει να εντυπωσιάζει, με εξωτερικά μέσα, κυρίως εμφάνιση
- ※ Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις,/πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις (βλ. το τραγούδι "Το κουτσαβάκι", σε στίχους και μουσική του Ανέστη Δελιά)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.