σπίλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπίλος | οι | σπίλοι |
| γενική | του | σπίλου | των | σπίλων |
| αιτιατική | τον | σπίλο | τους | σπίλους |
| κλητική | σπίλε | σπίλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπίλος < αρχαία ελληνική σπῐ́λος
Ουσιαστικό
σπίλος αρσενικό
- (κυριολεκτικά) κηλίδα ή μικρός καλοήθης όγκος του δέρματος που προεξέχει (ελιά)
- (μεταφορικά) ανηθικότητα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.