κατασπίλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασπίλωση οι κατασπιλώσεις
      γενική της κατασπίλωσης* των κατασπιλώσεων
    αιτιατική την κατασπίλωση τις κατασπιλώσεις
     κλητική κατασπίλωση κατασπιλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασπιλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατασπίλωση < κατασπιλώνω + -ση

Ουσιαστικό

κατασπίλωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.