κατασπιλωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασπιλωτικός η κατασπιλωτική το κατασπιλωτικό
      γενική του κατασπιλωτικού της κατασπιλωτικής του κατασπιλωτικού
    αιτιατική τον κατασπιλωτικό την κατασπιλωτική το κατασπιλωτικό
     κλητική κατασπιλωτικέ κατασπιλωτική κατασπιλωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασπιλωτικοί οι κατασπιλωτικές τα κατασπιλωτικά
      γενική των κατασπιλωτικών των κατασπιλωτικών των κατασπιλωτικών
    αιτιατική τους κατασπιλωτικούς τις κατασπιλωτικές τα κατασπιλωτικά
     κλητική κατασπιλωτικοί κατασπιλωτικές κατασπιλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατασπιλωτικός < κατασπιλώνω + -τικός

Επίθετο

κατασπιλωτικός που έχει σχέση με κατασπίλωση ή αναφέρεται σ’ αυτή

Μεταφράσεις

Πηγές

  • κατασπιλωτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.