δαμόκλειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαμόκλειος η δαμόκλεια
& δαμόκλειος
το δαμόκλειο
      γενική του δαμόκλειου
& δαμοκλείου
της δαμόκλειας
& δαμοκλείου
του δαμόκλειου
& δαμοκλείου
    αιτιατική τον δαμόκλειο τη δαμόκλεια
& δαμόκλειο
το δαμόκλειο
     κλητική δαμόκλειε δαμόκλεια
& δαμόκλειε
δαμόκλειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαμόκλειοι οι δαμόκλειες
& δαμόκλειοι
τα δαμόκλεια
      γενική των δαμόκλειων
& δαμοκλείων
των δαμόκλειων
& δαμοκλείων
των δαμόκλειων
& δαμοκλείων
    αιτιατική τους δαμόκλειους
& δαμοκλείους
τις δαμόκλειες
& δαμοκλείους
τα δαμόκλεια
     κλητική δαμόκλειοι δαμόκλειες
& δαμόκλειοι
δαμόκλεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαμόκλειος < αρχαία ελληνική Δαμοκλῆς + -ειος < Δημοκλῆς  δείτε την έκφραση δαμόκλειος σπάθη

Επίθετο

δαμόκλειος

  • που σχετίζεται με τον Δαμοκλή, στη φράση
    δαμόκλειος σπάθη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.