σουσού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σουσού | οι | σουσούδες |
| γενική | της | σουσούς | των | σουσούδων |
| αιτιατική | τη | σουσού | τις | σουσούδες |
| κλητική | σουσού | σουσούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουσού < (λόγιο δάνειο) γαλλική chouchou (που τον συμπαθούμε)[1] (θηλυκό chouchoute < διπλασιασμός του chou
Προφορά
- ΔΦΑ : /suˈsu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐σού
Ουσιαστικό
σουσού θηλυκό
- (μειωτικό) που διακατέχεται από αλαζονεία, μεγαλομανία, κομπορρημοσύνη και επίδειξη δήθεν αριστοκρατικών τρόπων
- (μειωτικό, σκωπτικό) κοριτσάκι που προσπαθεί να μιμηθεί τους τρόπους των ενηλίκων και να φανεί «μεγάλη»
- → δείτε και Σουσού (από τον τίτλο Μαντάμ Σουσού, έργου του Ψαθά)
Συγγενικά
- σουσουδίζω
- σουσουδισμός
- σουσουδίστικος
- → δείτε τη λέξη Σουσού
Αναφορές
- σουσού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σουσού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.