μεγαλομανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλομανία οι μεγαλομανίες
      γενική της μεγαλομανίας των μεγαλομανιών
    αιτιατική τη μεγαλομανία τις μεγαλομανίες
     κλητική μεγαλομανία μεγαλομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλομανία < μεγαλομανής

Ουσιαστικό

μεγαλομανία θηλυκό

  • η μανία με τα μεγαλεία, την πολυτέλεια, το χαρακτηριστικό πρόβλημα του μεγαλομανούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.