σουσουδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σουσουδισμός | οι | σουσουδισμοί |
| γενική | του | σουσουδισμού | των | σουσουδισμών |
| αιτιατική | τον | σουσουδισμό | τους | σουσουδισμούς |
| κλητική | σουσουδισμέ | σουσουδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουσουδισμός < σουσουδίζω + -ισμός < γαλλική chouchou < chou
Ουσιαστικό
σουσουδισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) (μειωτικό) η συμπεριφορά της σουσούς
- Εμένα όμως πιο πολύ με ενοχλεί ένας συντεχνιακός παλαιοημερολογιτισμός που απέπνεε, από διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις έως τις «φιλαναγνωσίες», ό,τι ικανότερο να απωθήσει το παιδί απ’ το βιβλίο, ή αλλιώς να το μυήσει στον γλωσσικό και άλλο σουσουδισμό. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σουσού
Μεταφράσεις
σουσουδισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.