chouchou

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό chouchou chouchoux
θηλυκό chouchoute chouchoutes

chouchou (fr)

  1. (οικείο) κάποιος ή κάτι που προτιμιέται

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
chouchou chouchoux

chouchou (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) μικρό υφασμάτινο εξάρτημα, με λάστιχο, που συγκρατεί τα μαλλιά

Σημειώσεις

Είναι ένα από τα 7 ουσιαστικά που έχουν τον πληθυντικό τους σε -x. Ορίστε ολόκληρη η λίστα:

bijou - caillou - chouchou - genou - hibou - joujou - pou

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.