σουσουδίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουσουδίστικος η σουσουδίστικη το σουσουδίστικο
      γενική του σουσουδίστικου της σουσουδίστικης του σουσουδίστικου
    αιτιατική τον σουσουδίστικο τη σουσουδίστικη το σουσουδίστικο
     κλητική σουσουδίστικε σουσουδίστικη σουσουδίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουσουδίστικοι οι σουσουδίστικες τα σουσουδίστικα
      γενική των σουσουδίστικων των σουσουδίστικων των σουσουδίστικων
    αιτιατική τους σουσουδίστικους τις σουσουδίστικες τα σουσουδίστικα
     κλητική σουσουδίστικοι σουσουδίστικες σουσουδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σουσουδίστικος < σουσουδίζω + -τικος < σουσού < γαλλική chouchou < chou

Επίθετο

σουσουδίστικος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) (μειωτικό) που έχει τα χαρακτηριστικά της σουσούς ή αναφέρεται σ' αυτήν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.